Ἡ Κερατέα ἀπλώνεται σὲ μεγάλο μέρος τῆς νοτιοανατολικῆς Ἀττικῆς καὶ διαθέτει πλῆθος μνημείων, ὅλων σχεδὸν τῶν περιόδων τοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ ἀναπτύχθηκε στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. Ἀποτελεῖ ὅμως καὶ ἕνα κέντρο ὀρθόδοξης παράδοσης καὶ μαρτυρίας μὲ πλεῖστα μοναστήρια, ξωκλήσια, ἐκκλησίες σὲ κάθε γωνιά της.
Ἐδῶ, ἡ γλυκυτάτη Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Θεοσκέπαστος, ὑπέδειξε στὸν Γέροντα Χρυσόστομο τὸν Θεοσκεπαστιώτη, τὸν κτήτορα τῆς σημερινῆς μονῆς, νὰ χτίσει τὸ μοναστήρι της λέγοντας: «Θέλω τὸν οἶκον μου στὸ ἄκρον τῆς πόλεως», παρουσιάζοντάς του τὴν σημερινή τοποθεσία μὲ τοὺς δώδεκα λόφους. Ὕστερα ἀπὸ πολύμηνη ἀναζήτηση σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ὁ Γέροντας κατέληξε στήν περιοχὴ τῶν Μεσογείων. Περνώντας ἀπὸ τὸν ἐπαρχιακὸ δρόμο Κερατέας-Ἀναβύσσου καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴν περιοχὴ Σκάλεζα-Μητραντώνη, ἀναγνώρισε τὸν τόπο ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ Μεγαλόχαρη. Ἦταν καλοκαίρι τοῦ 1979. Μέσα στὸν ἡλιόλουστο ἐλαιώνα, ξεχώριζε ἕνα ἀμφιθεατρικὸ συρματοπλεγμένο ἀγροτεμάχιο, τὸ μοναδικὸ ποὺ ἦταν πρὸς πώληση. Ἐσωτερικὴ φωνὴ τὸν διαβεβαίωνε πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ τόπος ποὺ ἐπέλεξε ἡ ἴδια ἡ Παναγία.
Μετὰ τὴν ἀγορὰ τοῦ κτήματος καὶ ἀφού ξεκίνησε σιγά-σιγὰ μὲ πολὺ κόπο καὶ ἀγώνα νὰ κτίζει τὰ πρῶτα οἰκήματα, οἱ ντόπιοι τοῦ ἐξιστοροῦσαν τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ λάμβαναν χώρα κατὰ τὸ παρελθόν, ὅταν περιερχόμενοι χωρικοὶ μὲ τὰ κάρα τους, ἀντίκρυζαν μιὰ μαυροφορεμένη γυναίκα νὰ περιφέρεται στὸ σημεῖο ποὺ σήμερα εἶναι χτισμένη ἡ Αγία Τράπεζα, κρατώντας μία ἀναμμένη λαμπάδα. Συγχρόνως, ἄκουγαν μιὰ φωνὴ νὰ ψέλνει τό «ἀλληλούϊα». Ἔτσι ἐκ παραδρομῆς, ἡ περιοχὴ ὀνομάστηκε «Λάλα».
Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, τὸ μοναστήρι ἄρχισε νὰ παίρνει σάρκα καὶ ὀστά, πάντα κάτω άπὸ τὴν καθοδήγηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅπως ἡ ἐπένδυση τῶν τειχῶν τοῦ μοναστηριοῦ μὲ πέτρες ἀπὸ τοὺς ἀγρούς, ποὺ περιέβαλλαν τὸν ἱερὸ χῶρο. Τὰ θαύματα διαδέχονταν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. Ἡ χάρη της ἦταν ὁλοζώντανη, καθὼς «ΟΥΡΑΝΙΟ ΜΥΡΟ» ἀνέβλυζε ἀπὸ τὴν ἐφέστια εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Θεοσκεπάστου.
Μὲ βαθυτάτη συγκίνηση, ἀναφωνοῦμε: «Χαῖρε ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας», ἀντικρύζοντας τὸ ὑπερκόσμιο μύρο, τὸ ὁποῖο ὅταν πρωτοεμφανίστηκε, Σάββατο 10 Ὀκτωβρίου 1974 καὶ ὥρα 04:10 μ.μ., ἕνα χρόνο μετὰ τὴν εὕρεση τῆς ἱερᾶς εἰκόνος, θεράπευσε παραχρῆμα, μιὰ εὐλαβῆ προσκυνήτρια ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἀποκόλληση ὀφθαλμοῦ καὶ μιὰ καρκινοπαθῆ. Πολλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ διαφόρων εἰδῶν ἀσθένειες, θεραπεύτηκαν μὲ τὴ χάρη Της καὶ ἄτεκνα ζευγάρια ἀπέκτησαν παιδί. Ἀπὸ τότε καὶ ὡς τὶς μέρες μας, ἡ Χαριτόβρυτος Θεοτόκος καλωσορίζει τοὺς προσκυνητές, ἀπὸ τὴν εἴσοδο ἀκόμα τοῦ μοναστηριοῦ.
Ἡ Ἱερὰ Μονὴ ἀνήκει στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς, διατηρώντας τὸ ἁγιορείτικο ἡμερολόγιο. Ἡ σεβασμία καὶ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Θεοσκεπάστου ἑορτάζει δύο φορὲς τὸν χρόνο: α) τὸ Σάββατο τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου καὶ β) στὶς 23 Αὐγούστου (5 Σεπτεμβρίου κατὰ τὸ νέο ἡμερολόγιο), ἡμέρα εὑρέσεως τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνας. Προσευχόμενος κανείς, μπροστὰ στὸ ἱερό της εἰκόνισμα εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ νιώσει δέος, συγκίνηση καὶ ἀνακούφιση. Εἶναι ὁλοζώντανη ἡ παρουσία τῆς Βασίλισσας τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Ἡ Θεοσκέπαστος, μόλις κάποιος τῆς ζητήσει κάτι μὲ πίστη, ἀμέσως τοῦ τὸ παρέχει καὶ ὄχι μόνο σὲ ἐκείνους ποὺ προσέρχονται στὸ μοναστήρι, μὰ καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ τὴν ἐπικαλοῦνται ἀπὸ μακριά.
Ταπεινοὶ δοῦλοι γονατίζουμε μπροστά σου, Παρθένε Θεοτόκε καὶ δεόμεθα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας στὴ Μεγαλοσύνη σου, νὰ παραβλέψεις τὶς ἁμαρτίες μας καὶ ὡς φιλόστοργη Μητέρα νὰ μᾶς δυναμώνεις κατὰ τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, καθὼς εἶσαι «τὸ τῶν ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα καὶ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα», Ἁγνή Παρθένε Παναγία, Ἐλπίς, Λιμήν, Καταφυγή, Σκέπη καὶ Ὀχύρωμα τῶν εἰς Σὲ προστρεχόντων. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.